τριαιθυλεστέρας

τριαιθυλεστέρας
ο, Ν
φρ. «φωσφορικός τριαιθυλεστέρας»
χημ. άκυκλη οργανική ένωση, εστέρας τού φωσφορικού οξέος με την αιθυλική αλκοόλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”